Τα Χανάκια είναι Τοπική Κοινότητα του Αλποχωρίου του Νομού Ηλείας, στην Πελοπόννησο, η οποία ανήκει στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας.
Βρισκόμαστε στην γεμάτη, από άντρες, γυναίκες και παιδιά, ταβέρνα του χωριού, όλοι κουβεντιάζουν, πίνουν το κρασάκι τους σε ατμόσφαιρα γιορτής και χαράς.
Στο γλέντι αυτό καταγράφηκε και διασώθηκε το παίξιμο του διασημότερου νταουλιέρη της Πελοποννήσου, του θρυλικού Χρήστου Καντήλα από την Ξυλοκέρα Ηλείας, τον οποίον συνόδευσε με την πίπιζά του ο Βασίλης Τσάκος από το Τραγανό. Ο δεξιοτέχνης νταουλιέρης δίνει μια πραγματική παράσταση, καθώς βλέπουμε να παίζει το νταούλι του, χτυπώντας το σκυφτός ανάμεσα απ’ τα πόδια του, σηκώνοντας το ψηλά, ακουμπώντας το στον αυχένα του, ενώ ο κόσμος γύρω του τον αποθεώνει. Το τραγούδι που ακούγεται από τις πίπιζες είναι δημοτικό του τραπεζιού με τίλο η «Όλγα» και δεν χορεύεται. Εν τούτοις όμως, ο εορτάζων μ’ έναν άλλον άντρα αρχίζουν έναν συγκλονιστικό αυτοσχεδιαστικό χορό, στον οποίο μοιάζουν σαν δυο θεριά που αναμετρώνται, σ’ έναν χορό της ψυχής που θέλει να εκτονώσει τους καημούς της.
Στη συνέχεια και καθώς αλλάζουν οι ρυθμοί σε τσάμικα, συρτά και τσιφτετέλια, στον χορό μπαίνουν κι άλλοι καλεσμένοι, ενώ ο κινηματογραφιστής μας δίνει κοντινά πλάνα των παρευρισκομένων.
Το κέφι έχει ανάψει, όλο και περισσότεροι χορεύουν, ένας νεώτερος νταουλιέρης συμμετέχει, μια γυναίκα σέρνει το χορό.Σε επόμενο πλάνο ο εορτάζων, κρατώντας έναν άντρα με το μαντήλι, κάνει φιγούρες του τσάμικου, ο Καντήλας τον πλησιάζει, δείχνει πως παίζει μόνο γι΄αυτόν.
Σε κάποια στιγμή ο Καντήλας πετάει ένα χαρτονόμισμα στους ζουρνατζήδες, τη λεγόμενη «χαρτούρα», χρήματα που προσφέρει στους μουσικούς ο κόσμος που γλεντάει, κάτι σαν ανταπόδοση στο κέφι που του δημιούργησαν παίζοντας.
Οι μουσικές εναλλάσσονται, οι χοροί συνεχίζονται με αμείωτη ευθυμία.
Μία κοπέλα χορεύει τσιφτετέλι, οι γύρω κρατούν το ρυθμό με παλαμάκια, ο εορτάζων τη συνοδεύει στο χορό.
Αργότερα, οι συγχωριανοί σηκώνουν στα χέρια τον εορτάζοντα, αστεία και οικειότητα ανθρώπων, που φαίνεται η βαθιά σχέση τους.
Η ώρα έχει περάσει, η ταβέρνα αδειάζει και η βραδιά κλείνει μ’ ένα δημοτικό τραγούδι.